μαγνητοηλεκτρικός

μαγνητοηλεκτρικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ταυτόχρονα σε μαγνητικά και ηλεκτρικά φαινόμενα
2. φρ. «μαγνητοηλεκτρική μηχανή» — μηχανή τής οποίας ο επαγωγέας αποτελείται από μόνιμο μαγνήτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”